τρυφερίτσα

τρυφερίτσα
η
μόνο στη φράση «βγήκε στην τρυφερίτσα» (για άντρα, άρχισε να ερωτοτροπεί, να γλεντά· για γυναίκα, άρχισε να ερωτοτροπεί ή και να πορνεύεται).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρυφερίτσα — η, Ν [τρυφερός] (μόνον σε φρ.) «βγήκε στην τρυφερίτσα» μτφ. (για νεαρά άτομα) μόλις άρχισε να ερωτοτροπεί, μόλις άρχισε τις ερωτοδουλειές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”